Έντερο ονομάζεται το τμήμα του πεπτικού σωλήνα μετά από το στομάχι (2) ως τον πρωκτό. Το μήκος του είναι περίπου 8,5-9,5 μ. και έχει τη μορφή ελίκων ενός συνεχιζόμενου σωλήνα μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα. Σε πλήρη άπλωση φτάνει και τα 10-9,5 χλμ. Διακρίνεται σε λεπτό (3) και σε παχύ έντερο (6).
Το λεπτό εκτείνεται από το στομάχι μέχρι τη βαλβίδα του παχέος εντέρου και έχει μήκος 6- 6,5 μ. Το παχύ έντερο έχει μήκος 1,5-2 μ., είναι ευρύτερο από ό,τι το λεπτό έντερο, με πλάτος 6,5 εκ.
Το λεπτό έντερο αποτελείται από
* το δωδεκαδάκτυλο, στον οποίο εκβάλλουν ο χοληδόχος και ο παγκρεατικός πόρος μαζί στο φύμα του Vater και
* το ελικώδες έντερο που υποδιαιρείται στη νήστιδα και τον ειλεό.
Το παχύ έντερο ξεκινάει από τη χαμηλότερη πλευρά της κοιλιάς στη δεξιά πλευρά του. Το πρώτο τμήμα του, γνωστό ως τυφλό (5), καταλήγει στη σκωληκοειδή απόφυση (4), που είναι ένας μικρός σωλήνας μήκους 2-10 εκ. και έχει την ίδια δομή με αυτή του εντέρου. Από τη μία πλευρά επικοινωνεί με το τυφλό, ενώ στο άλλο άκρο της είναι κλειστή. Συχνά παθαίνει φλεγμονή και τότε είναι απαραίτητη η χειρουργική της αφαίρεση. Το τυφλό συνεχίζεται με το κόλον, που διαιρείται στο ανιόν κόλον, το εγκάρσιο κόλον, το κατιόν κόλον, το σιγμοειδές κόλον (7) και το ορθό (8), για να καταλήξει στο στόμιο του πρωκτού.
Με τη συνεργασία του νευρικού και του μυϊκού συστήματος γίνονται οι κινήσεις του λεπτού εντέρου που είναι δακτυλιοειδείς περισφίγξεις, περισταλτικές και εκκρεμοειδείς κινήσεις. Με αυτές τις κινήσεις επιτυγχάνεται η κατάτμηση, η ανάδευση, η προώθηση του εντερικού χυλού καθώς και η καλύτερη επαφή του με τις λάχνες. Στο λεπτό έντερο επιτυγχάνεται η τελική διάσπαση των σακχάρων, των πρωτεϊνών και των λιπών από ένζυμα του στομαχιού, του παγκρέατος και της χολής καθώς και η απορρόφηση των προϊόντων της πέψης μέσω των λαχνών είτε από το αίμα είτε από τη λέμφο. Τα άχρηστα προϊόντα της πέψης συνεχίζουν την πορεία τους προς το παχύ έντερο, στο οποίο με δακτυλιοειδείς περισφίγξεις προωθούνται προς το ορθό για να αποβληθούν με την αφόδευση.